- ἐξάψῃς
- ἐξάπτωfasten fromaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξάψηις — ἐξάψῃς , ἐξάπτω fasten from aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξημμένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εξάπτω* (II)) 1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση έξαψης, ο εξοργισμένος 2. αυτός που εύκολα εξάπτεται, ο ευέξαπτος 3. ο γεμάτος έπαρση … Dictionary of Greek
μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… … Dictionary of Greek
τοκογλυφία — η, Ν 1. (οικον.) ο δανεισμός χρημάτων με επιτόκιο ανώτερο τού νόμιμου 2. (ποιν. δίκ.) περιουσιακό έγκλημα βαθμού πλημμελήματος το οποίο συνίσταται, γενικά, στη συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων προφανώς δυσανάλογων προς την παροχή… … Dictionary of Greek